- απερω
- ἀπερῶ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απέρασις — ἀπέρασις, η (Α) [απερώ] 1. εμετός 2. αφαίρεση υγρού ή υγρασίας … Dictionary of Greek
διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek